- γλαρίς
- (-ίδος), η (Α γλαρίς)νεοελλ.το κάτω άκρο τού γεωτρύπανουαρχ.σμίλη, σκαρπέλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -ιδ- που απαντά σε σημασιολογικά συγγενείς λέξεις που δηλώνουν μικρά εργαλεία (πρβλ. γραφίς, γλυφίς, κοπίς). Πιθανώς γλαρίς < *γρα-ρις, με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ- < γράω «τρώγω, ροκανίζω, γριτσανίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.